κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… … Dictionary of Greek
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek
πρωτεΐδες — (Proteaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που ευδοκιμούν στις ξηρές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου. Η οικογένεια αριθμεί 1.100 είδη, που ζουν στην Αυστραλία (720), στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (262) στη Νέα Καληδονία (27), στην ανατολική… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ζεβέλ, Αχμέτ — (Ahmed Zewail, Νταμανχούρ 1946 –). Αιγύπτιος χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας. Το 1967, μετά τον πόλεμο των επτά ημερών με το Ισραήλ, συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Ξεκίνησε το… … Dictionary of Greek
παβάνα — Αυλικός χορός, σε ακμή κυρίως τον 16o αι. Είχε ρυθμό διμερή και χαρακτήρα αυστηρό, και συνδέθηκε με το σαλταρέλο και την γκαλιάρντα. Xορευόταν κατά τη διάρκεια των λιτανειών, των γαμήλιων πομπών και της αποκριάς. Ως μουσική μορφή, η π. ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek